- σφηκοειδής
- σφηκοειδής, ές,A = σφηκώδης 1, Sch.Nic.Th.805.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφηκοειδής — ές, Α σφηκώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σφηκοειδές — σφηκοειδής masc/fem voc sg σφηκοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)